- νεοκμής
- νεοκμής, ό και ἡ (Α)1. νεόκμητος*2. αυτός που πληγώθηκε πρόσφατα3. μτφ. (για στρατιώτες ή για στρατεύματα) αυτός που έχει αμείωτη δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -κμής (< κάμνω), πρβλ. ανδρο-κμής, δουρι-κμής].
Dictionary of Greek. 2013.